♦ Εναρκτήρια ομιλία
Συνέδριο Reach Canada, Ottawa, 09/09/2004
BY Alexis Karacostas
Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου, 2019 0 Comments
Non classé
&
Κα Υπουργέ Πολιτισμού επί των Θεμάτων Γαλλοφωνίας,
Κε Πρόεδρε του Reach Canada,
Κε Πρόεδρε της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνέδριου,
Κυρίες, Κύριοι, Αγαπητοί Συνάδελφοι και Φίλοι,
Είναι μεγάλη τιμή για μένα να είμαι μαζί σας σήμερα, μετά από πρόσκληση της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου και του κ. René Rivard, τον οποίο ευχαριστώ θερμά. Ο René Rivard κι εγώ γνωριζόμαστε ήδη πολλά χρόνια. Έχουμε οικοδομήσει μια ισχυρή φιλία μέσω των κοινών δραστηριοτήτων μας στον τομέα της ψυχικής υγείας και της κώφωσης. Οι συνεισφορές του René ήταν πάντα εξαιρετικά ποικίλες και χρήσιμες. Σε διεθνές επίπεδο, συμμετέχει εδώ και καιρό στις εργασίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για την Ψυχική Υγεία και την κώφωση (Ε.Ε.Ψ.Κ.), διατηρεί στη διάθεση των ερευνητών σε όλο τον κόσμο πολύτιμη βιβλιογραφική βάση δεδομένων, γράφει δημοφιλή άρθρα σε περιοδικά, συμπεριλαμβανομένου του Γαλλικού περιοδικού “Surdités”, συμβάλλει με πολλές παρεμβάσεις σε συνέδρια και συμπόσια. Δεν γνωρίζω πολλά για τη δράση του στον Καναδά, αλλά γνωρίζω το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε στην προετοιμασία αυτού του πρώτου καναδικού συνεδρίου για την ψυχική υγεία και την κώφωση. Με άλλα λόγια, είναι ακούραστος προκειμένου να χτίζει γέφυρες μεταξύ πολιτισμών. Από το βάθος της καρδιάς μου, σου απευθύνω, René, αυτή την ανανεωμένη μαρτυρία της ευγνωμοσύνης μου.
Κι αν αποδέχτηκα αυτήν την πρόσκληση, είναι για να συμβάλλω με τη σειρά μου στον ίδιο σκοπό, μαζί με όλους εσάς, σε ανταλλαγές που συνεχώς διαμορφώνουν έναν καινούριο κόσμο. Είμαι συγκινημένος και ίσως λίγο φοβισμένος που ανοίγω αυτό το συνέδριο με τόσο πλούσιο και πολλά υποσχόμενο πρόγραμμα. Σε προσωπικό επίπεδο, ως Γάλλος γιατρός της ψυχικής υγείας, ήρθα με την πρόθεση να μάθω περισσότερα για τις πρακτικές σας, να διευρύνω τον ψυχικό μου ορίζοντα αλλά και με την έντονη επιθυμία να γνωρίσω καλύτερα, έστω και λίγο, αυτή την ωραία χώρα που είναι ο Καναδάς και που επισκέπτομαι για πρώτη φορά. Όμως, πέρα από τα εγωιστικά μου κίνητρα, δεν ξεχνώ πως ήρθα να σας συναντήσω πρώτα από όλα και βασικά ως εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Ψυχικής Υγείας και Κώφωσης (ESMHD -Ε.Ε.Ψ.Υ.Κ). ‘Εχω έτσι την τιμή να μεταφέρω προς την οργανωτική επιτροπή αυτού του συνεδρίου και τους σύνεδρους, τους θερμούς χαιρετισμούς του Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ε.Ε.Ψ.Υ.Κ, καθώς και την επιθυμία τους να συνδράμουν με όλους εκείνους που εργάζονται για την ανάπτυξη όλων των μορφών φροντίδας για την σωματική και ψυχική υγεία, προσαρμοσμένες στις ανάγκες του πληθυσμού των κωφών. Η Εταιρία μας ήταν και θα είναι πάντα παρούσα στο πλευρό όσων αγωνίζονται ενάντια σε όλες τις διακρίσεις, για την αναγνώριση των βασικών δικαιωμάτων των κωφών πολιτών σε θέματα υγείας όπως και σε άλλα θέματα.
Εδώ και μια εικοσαετία έχει ξεκινήσει ένα τεράστιο έργο σε πολλές χώρες. Τα μέλη πολυάριθμων κοινοτήτων κωφών και επαγγελματίες της υγείας έχουν ενωθεί μαζί και με άλλους παράγοντες της κοινωνίας για να εγκαθιδρύσουν νέες θεσμικές πρακτικές. Αναπόφευκτα και, θα έλεγα, ευτυχώς, αυτό το κίνημα επίσυρε την ανάπτυξη ενός διαλόγου σε θέματα δεοντολογίας, και αυτά τα δύο θέματα, των νέων επαγγελματικών πρακτικών και της ηθικής αυτών των δραστηριοτήτων, θα αποτελέσουν αντικείμενα διερεύνησης κατά τη διάρκεια αυτού του συνεδρίου. Η ηθική πρέπει να οδηγεί κάθε βήμα μας, αλλά αυτή σφυρηλατείται επίσης στην πορεία, δεν προϋπάρχει στο σύνολό της από την αρχή της διαδρομής. Θα προσπαθήσω λοιπόν να παρουσιάσω μαζί τις πρακτικές και τις μεγάλες γραμμές της συζήτησης για την ηθική, στο σταυροδρόμι της κώφωσης, της υγείας και της ψυχικής υγείας.
Συνολικά μπορούμε να πούμε πως οι θεσμικές πρακτικές και οι ιδεολογίες διαρθρώνονται γύρω από δύο τάσεις. Η πρώτη τάση εστιάζει γύρω από την έννοια της απώλειας των αισθήσεων (ακουστικής και/ή οπτικής) και θέτει ως προμετωπίδα την ελλειψη, το κενό που πρέπει να συμπληρωθεί. Η δεύτερη τάση, αντίθετα, τονίζει τη σχετικότητα του ελλείμματος της ή των αισθήσεων ως προς τις άλλες αισθήσεις που υπάρχουν και επενδύει στις πρωτότυπες συνολικές στρατηγικές, ατομικές και κοινωνικές, που οι κωφοί, βαρήκοοι και τυφλοκωφοί μπορούν να αναπτύξουν, εφόσον συναντήσουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον.
Οι οπαδοί της πρώτης τάσης βλέπουν την κώφωση σαν ένα απόλυτο κακό που πρέπει να καταπολεμηθεί αποφασιστικά, είτε με την πρόληψη, είτε με την επανόρθωση. Η πρόληψη της κώφωσης παρεμβαίνει σε πολλα πεδία, όπως εκείνο της επίβλεψης της εγκυμοσύνης, της ανίχνευσης των νεογνών και του γενετικού ελέγχου. Οι τεχνικές επανόρθωσης μπορεί να είναι ιατρικές, χειρουργικές, ακουολογικές και λογοθεραπευτικές. Επικεντρωμένη στο πάσχον όργανο, η επανόρθωση έχει ως βασικό στόχο την ανάκτηση της ακοής και συνεπώς την όσο το δυνατό φυσική προσφυγή στην γραπτή γλώσσα και την προφορική έκφραση (ομιλία) της χώρας όπου γίνεται η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. Σε αυτήν την προοπτική, ο στόχος είναι (σε επίπεδο ακουολογικό όπως και σε επίπεδο κοινωνικό ή ταυτότητας) να μεταμορφωθεί ο κωφός σε ακούοντα, όσο γίνεται αυτό. Απέναντι στην κώφωση, προτάσσεται ένα μέτωπο άρνησης. Η επανορθωτική βλέψη κινητοποιεί κωφούς, επαγγελματίες, διδάσκοντες και γονείς με στόχο την κατάκτηση της ιδιότητας των ακουόντων.
Στην δεύτερη προοπτική, η κώφωση αντιμετωπίζεται ως μη αναστρέψιμο δεδομένο, συστατικό μιας κατάστασης. Εφόσον η κώφωση υπάρχει, πρέπει να την δεχτούμε και να την υπολογίσουμε. Το ενδιαφέρον όσων επικαλούνται αυτή την άποψη στρέφεται προς τις δυνατότητες που προσφέρει το οικοσύστημα, δηλαδή προς την αλληλεπίδραση μεταξύ ενός ή πολλών κωφών, βαρηκόων ή τυφλοκωφών και του περιβάλλοντός τους. Η κώφωση ή η τυφλοκώφωση προσεγγίζονται εδώ ως μια σχέση που εξυφαίνεται ανάμεσα στον κωφό ή τυφλοκωφό και τους άλλους, είτε πρόκειται για άτομα, για οργανώσεις ή για την κοινωνία στο σύνολό της. Εδώ θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω μια στοιχειώδη έννοια. Όπως καθε μειονέκτημα, το μειονέκτημα της έλλειψης μιας αίσθησης είναι δυνατό να οριστεί ως το σύνολο των χώρων και των κοινωνικών λειτουργιών απο τους οποίους αποκλείεται ένα πρόσωπο εξαιτίας της αναπηρίας του. Ως εκ τούτου η λύση βρίσκεται όχι στην εξαφάνιση της κώφωσης και της τυφλοκώφωσης και συνεπώς των κωφών ή των τυφλοκωφών, αλλά στην αναγνώριση του δικαιώματος της ισότιμης ύπαρξης των κωφών και των τυφλοκωφών. Ο αγώνας ενάντια στον αποκλεισμό σημαίνει πως πρέπει να αλλάξει το πλαίσιο των σχέσεων ή αυτού που έχω ονομάσει οικοσύστημα και πως η προτεραιότητα πρέπει να δίνεται τότε στην προσπάθεια να γίνουν προσιτοί ένας χώρος ή μια λειτουργία. Εδώ και είκοσι περίπου χρόνια και χάρη στην μαζική κινητοποίηση των κοινοτήτων των κωφών και άλλων πολιτών, πολυάριθμοι χώροι, ιδιωτικοί, δημόσιοι ή θεσμικοί έχουν γίνει προσιτοί στους κωφούς, ψηφίστηκαν νόμοι που τους επέτρεψαν να είναι πραγματικοί πολίτες, πράγμα που τα προηγούμενα οικοσυστήματα τους απαγόρευαν. Ολοένα και περισσότερες χώρες έχουν αναγνωρίσει την ύπαρξη εθνικών νοηματικών γλωσσών και το δικαίωμα των κωφών να προσφεύγουν σε αυτές αν αυτή είναι η επιλογή τους. Πρέπει να χαιρόμαστε γι’αυτήν την εξέλιξη γιατί επιτέλους προβάλλει την διαπίστωση πως πολλοί κωφοί δεν μπορούν να στερηθούν μια οπτικό-κινητική γλώσσα και επικοινωνία και πως η νοηματική γλώσσα, την οποία πρέπει να είναι ελεύθεροι να μάθουν ή να μη μάθουν ως το επιθυμούν, είναι μια πλήρης και αληθινή γλώσσα ικανή να προσφέρει αναρίθμητες λειτουργίες και γενικά μια καλύτερη ζωή στις κοινωνικές τους σχέσεις. Προσωπικά θεωρώ πως αυτές οι νοηματικές γλώσσες συνιστούν μια αναπαλλοτρίωτη κληρονομιά της ανθρωπότητας, είναι γλώσσες που οι ακούοντες έχουν συμφέρον να μαθαίνουν όχι για να ικανοποιήσουν την δίψα τους για φιλανθρωπία, αλλά για να εμπλουτίσουν την καλλιέργεια τους και να ευχαριστηθούν. Η ΕΕΨΥΚ παντα υποστήριξε, και αυτό διαφαίνεται σαφώς στα συντακτικά της κείμενα, πως οι κωφοί, βαρήκοοι και τυφλοκωφοί, όπως όλα τα ανθρώπινα όντα, πρέπει να επικοινωνούν με τη γλώσσα της εκλογής τους και έτσι να γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματά τους.
Θα ήθελα εδώ να επιστήσω την προσοχή σας σε ένα βασικό σημείο, που προκαλεί σύγχυση. Ο προσδιορισμός αρχών για δράση είναι εδώ περισσότερο από ποτέ η προϋπόθεση μιας σωστής επίλυσης των αντιφάσεων. Διαβεβαιώνω πως είναι ουσιώδες να διαχωρίσουμε σαφώς τις τεχνικές, πχ τις επανορθωτικές τεχνικές που ανέφερα πιο πριν, από τα ιδεολογικά πλαίσια μέσα στα οποία εγγράφονται. Ένα παράδειγμα. Η προφορική εκπαίδευση των κωφών παιδιών είναι μια τεχνική : στοχεύει στο να προωθήσει την καλύτερη δυνατή ευχέρεια ομιλίας αυτών των παιδιών. Χρησιμοποιεί ιδιάζοντα μέσα τα οποία έγιναν αντικείμενα πολυάριθμων αξιολογήσεων. Στη διάρκεια της ιστορίας της, ορισμένα από αυτά τα μέσα κρίθηκαν άχρηστα και εγκαταλείφθηκαν ενώ άλλα αναπτύχθηκαν. Με αυτό τον τρόπο η εκπαίδευση έγινε αντικείμενο μιας προοδευτικής συσσώρευσης γνώσεων. Άλλο παράδειγμα : τα ακουστικά βοηθήματα. Υπαρχουν από αιώνες και δεν έπαψαν να τελειοποιούνται με τον καιρό. Ουδείς σήμερα αμφισβητεί την αξία και την χρησιμότητά τους ως τεχνολογικά εργαλεία, εφόσον οι ενδείξεις για την χρησιμοποίησή τους τίθενται προσεκτικά. Τρίτο παράδειγμα : τα κοχλιακά εμφυτεύματα. Πρόκειται εδώ για μια πρόσφατη τεχνολογία βεβαίως πιο πολύπλοκη και τολμηρή από εκείνη των ακουστικών βοηθημάτων, που ενέχει κινδύνους και καταλήγει σε επιτυχία ή σε αποτυχία, της οποίας όμως η ταχεία εξέλιξή της μαρτυρά επίσης την βελτίωση των επιδόσεων της.
Τελείως διαφορετική εμβέλεια έχει το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφεται η προσφυγή σε αυτές τις τεχνικές. Το να κάνεις ένα κωφό παιδί να μιλήσει δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ως στόχος ανεξάρτητος από τις γενικές παιδαγωγικές επιλογές των γονιών, από τους ιδεολογικούς τους προσανατολισμοὐς, από την κοσμοθεωρία τους: αυτός ο στόχος θα τεθεί ή δεν θα τεθεί ως προτεραιότητα, ανάλογα με την κινητοποίηση των γονιών για να εξαλείψουν την κώφωση από την ζωή τους ή για να γνωρίσουν όλες τις συγκεκριμένες συνέπειες της οριστικής ύπαρξής της, αγωνιζόμενοι για την κοινωνική ενσωμάτωση του παιδιού τους. Εξ άλλου ο αγώνας για την πρόσβαση μπορεί να μην λαμβάνει την ίδια σημασία για όλους. Ορισμένοι κωφοί υποστηρίζουν την διγλωσσία (νοηματική/γραπτή), άλλοι (όπως συχνά τα πρόσωπα που χαρακτηρίζουμε βαρήκοους ή μεταγλωσσικούς κωφούς) επιλέγουν την μοναδική γλώσσα (την προφορική και γραπτή γλώσσα της πατρίδας τους) και προσφεύγουν περισσότερο σε τεχνικά βοηθήματα (υπότιτλους, χειλεανάγνωση κ.τ.λ). Δεν έχει σημασία: σε όλες τις περιπτώσεις, ο αγώνας για την πρόσβαση απαιτεί εκ των πραγμάτων να καταστεί η κώφωση φανερά υπαρκτή, καθώς συνιστά ένα πραγματικό δεδομένο από το οποίο θα ξεκινήσουν όλα τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν.
Η ιστορία της κώφωσης σημαδεύτηκε από μακριές περιόδους σκοταδισμού, όπου η ιδεολογία της προφορικής εκπαίδευσης κάλυψε πολύ διαφορετικοὐς στόχους από εκείνον του θα επιτρέπει στα κωφά παιδιά να εκφράζονται προφορικά. Το 1880, στο συνέδριο του Μιλάνου, οι ακοὐοντες παιδαγωγοί και τα υπουργεία ένωσαν τις φωνές τους για να επιβάλουν την προφορική ομιλία, με την ίδια απόφαση εξάλειψαν τελείως τη νοηματική γλωσσα από την εκπαίδευση και έδιωξαν τους κωφοὐς δασκάλους από τον χώρο της παιδείας. Με αυτό τον τρόπο βύθισαν τους κωφούς στη δυστυχία (στην Γαλλία για παράδειγμα, αυτό κράτησε για ένα σχεδόν αιώνα, αφού το μέτρο δεν καταργήθηκε παρά μόνο το 1976). Παρομοίως, όταν το 1883 στις ΗΠΑ, ο Γκράχαμ Μπελ πρότεινε στην Εθνική Ακαδημία Επιστημών, με βάση τη δική του προσωπική ευγονιστική άποψη, να απαγορευτεί η νοηματική γλωσσα, να καταργηθούν τα εξειδικευμένα σχολεία, να διωχθεί ο κωφός τύπος και να κλείσουν τα σωματεία κωφών, ώστε να εμποδιστεί η δημιουργία μιας κωφής παραλλαγής του ανθρώπινου γένους, έστηνε τα ιδεολογικό θεμέλια μιας πολιτικής ευγονισμού, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της με τον ερχομό του Χίτλερ και την εξόντωση κωφών στα στρατόπεδα. Πρέπει λοιπόν να διαχωρίσουμε καθαρά την προφορική αγωγή, που είναι μια παιδαγωγική τεχνική, από τον προφορισμό, ιδεολογική τάση που αρνείται στη νοηματική γλωσσα κάθε αξία και λόγο ύπαρξης – και στην πραγματικότητα κάθε δικαίωμα ύπαρξης του κωφοὐ. Και όμως η πρακτική εφαρμογή της προφορικής διαπαιδαγώγησης δεν συμβαδίζει αυτομάτως με την ιδεολογία του προφορισμού.
Η χρήση ακουστικών βοηθημάτων δεν σημαίνει αναγκαστικά πως ο κωφός απορρίπτει ή παραγνωρίζει τη νοηματική γλώσσα. Τέλος, η προσφυγή στο κοχλιακό εμφύτευμα δεν απαιτεί την παραίτηση των κωφών από το δικαίωμα της οπτικής-νοηματικής επικοινωνίας. Στην Γαλλία όπως και σε πολυάριθμες χώρες, δυστυχώς και αντίθετα από αυτό που γίνεται στη Σουηδία για παράδειγμα, η τοποθέτηση των κοχλιακών εμφυτευμάτων εφαρμόζεται με ένα πνεύμα σαφούς εχθρότητας προς τη νοηματική γλώσσα : μακριά από το να είναι απλώς μια τεχνική, είναι η αιχμή του δόρατος της νέας προφοριστικής σταυροφορίας των συγχρόνων ιπποτών ιατρών. Και αυτό, κατά τη γνώμη μας, είναι καταδικαστέο : όχι η προφορική αγωγή, όχι το ακουστικό βοήθημα, όχι το εμφύτευμα καθαυτά αλλά η μη αναγνώριση του δικαιώματος των κωφών και του περιβάλλοντός τους να επιλέξουν ανάμεσα σε διαφορετικούς τρόπους ζωής, διαπαιδαγώγησης, καλλιέργειας και άσκησης της ιδιότητας του πολίτη, με αλλα λόγια η άρνηση να χρησιμοποιηθούν τα υλικά, ανθρώπινα και θεσμικά μέσα που επιτρέπουν την άσκηση αυτού του δικαιώματος (π. χ. το δικαίωμα να επιλέξουν τη διγλωσσία, νοηματική γλώσσα/γραπτή γλώσσα). Ο κίνδυνος έγκειται στο να αντικατασταθούν τα οικουμενικά δικαιώματα από μια ομοιομορφία της σκέψης και των συμπεριφορών. ‘Ετσι η σκέψη ότι τα κοχλιακά εμφυτεύματα δίνουν απάντηση σε όλα τα ερωτηματικά και ο ισχυρισμός πως αχρηστεύουν τις προσπάθειες προαγωγής των νοηματικών γλωσσών και της πρόσβασης, είναι μια πολιτική επικίνδυνη και ολέθρια. Αυτό υπονοεί ότι ένας μοναδικός τρόπος θεώρησης της ζωής, όσο δικαιολογημένος και αν είναι, παραγκωνίζει όλους τους άλλους και μπορεί να αρνήσει σ’ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων το δικαίωμα να οικοδομήσουν τη ζωή τους σε αλλες βάσεις με άλλους κανόνες.
Για να πούμε τα πράγματα διαφορετικά, το βασικό κριτήριο που πρέπει να προσέξουμε είναι, σε τελική ανάλυση, το κριτήριο μιας κοινωνικής ανάπτυξης τέτοιας που να δίνει στους κωφούς το δικαίωμα να διαλέγουν πού θέλουν να ανήκουν πολιτιστικά και το δικαίωμα να αποκτήσουν ένα status προσωπικό και κοινωνικό, εκείνο που οι ίδιοι επιθυμούν όσο και εκείνο που οι ακούοντες τους αναγνωρίζουν. Το βασικό κριτήριο δεν είναι καθόλου η ακουστική – φωνολογική κατάσταση του κωφού. Όχι πως αυτό το κριτήριο είναι ασήμαντο: δεν είναι αδιάφορο για ένα κωφό άτομο με μέτρια ή σοβαρή βαρηκοΐα η κώφωση του να είναι συγγενής ή επίκτητη, να βλέπει ή να μη βλέπει. Όμως ο ίδιος ο κωφός πρέπει να αξιολογεί τις ατομικές του ικανότητες και να εκφράζει την δική του επιθυμία να τις αξιοποιήσει, π. χ. αν θέλει και μπορεί να χρησημοποιεί ακουστικά βοηθήματα, να εκφράζεται προφορικά ή όχι, αν θα ακολουθήσει τις αρχικές παιδαγωγικές επιλογές και τις μορφωτικές προτιμήσεις των γονιών τους – υπέρ της προφορικής ή της διγλωσσίας – ή όχι, αν θα συνάπτει κοινωνικές σχέσεις με κωφούς και ενδεχομένως γάμο ή όχι, αν θα συμμετέχει ή όχι κι αν ναι, με ποιο τρόπο, στις κοινωνικές δραστηριότητες των κωφών και στον αγώνα τους για αναγνώριση των δικαιωμάτων τους κ.τ.λ. Αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίον θα ενσωματώσει αυτά τα δεδομένα σε μια κουλτούρα και όχι ο βαθμός ακοής του. Σε τελική ανάλυση, τα μέσα που προσφέρονται και που διατίθενται από το οικοσύστημα καθορίζουν το επίπεδο τής καλύτερη ευεξίας. Και με την απόρριψη της ιδεολογίας (υπογραμμίζω της ιδεολογίας και όχι της τεχνικής) που περιορίζει τους κωφούς σε ανάπηρα αυτιά, παλεύοντας για την καθιέρωση σχέσεων πολίτου, το κοινωνικό σώμα ολόκληρο αναλαμβάνει την ευθύνη του ως προς το δικαίωμα των κωφών να υπάρχουν και να ζουν. Ο καθένας μας τότε μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο στον περιορισμό του μειονεκτήματος – με καταλαβαίνετε, λέω του μειονεκτήματος. που είναι σχέση, και όχι της αναπηρίας. που αφορά ένα όργανο.
Η ιστορία των κωφών δεν είναι άλλη από εκείνη της ορατότητάς τους, στοιχείο εξαιρετικά μεταβλητό ανάλογα με τις χώρες και τις εποχές.
Η ορατότητα των κωφών στο προσκήνιο, με αφετηρία τον 18° αιώνα, πέρασε από διαδοχικές φάσεις ανάπτυξης και ύφεσης με μια σαφή αύξηση στο δεύτερο ήμισυ του 20 αιώνα. Εδώ και μερικές δεκαετίες, οι κωφοί προσφέρονται στη θέα του κοινωνικού συνόλου. Η ατομική και συλλογική τους παρουσία γίνεται κοινός τόπος και ταυτοχρόνως το επίπεδο πληροφόρησης του πληθυσμού των ακουόντων για την κώφωση αυξάνεται αισθητά. Οι κωφοί δεν θεωρούνται πιά σαν όντα περίεργα και μαγευτικά λόγω σπανιότητας και για τα οποία διερωτάται κανείς ακόμα αν αποτελούν μέρος της ανθρωπότητας. Η άγνοια και η έλλειψη κατανόησης υποχωρούν μπροστά στις εκδηλώσεις μιας καθημερινής παρουσίας. Οι κωφοί, οι τυφλοκωφοί αποτελούν τώρα μέρος του κοινωνικού μας περιβάλλοντος και του πνευματικού μας τοπίου, σε σημείο που η παρουσία τους να γίνεται κάτι συνηθισμένο. Ονειρεύομαι τη μέρα που κανένας δεν θα μένει αποσβολωμένος από φρίκη ή αμηχανία όταν συναντήσει ένα κωφό. Ονειρεύομαι μιαν εξαφάνιση της κωφοφοβίας, όπως την ονόμασε μια Ολλανδή επαγγελματίας της υγείας στο συνέδριο της ΕΕΨΥΚ στο Μάντσεστερ το 1997: κωφοφοβία. σημαίνει φόβο και απόρριψη της κώφωσης και του κωφού, δηλαδή μισαλλοδοςία. Πρέπει να δούμε σ’ αυτή της εξοικείωση μια κατάσταση όπου ο κοινωνικός κανόνας δεν θα είναι πιά μόνο το να είσαι ακούων. Όμως αυτή η εξοικείωση έχει έναν όρο, την συνεχή και καθημερινή παρουσία στο προσκήνιο. Και η παρουσία έχει ένα κόστος : τον καθημερινό αγώνα για την πρόσβαση. Το καθήκον μας ως πολίτες και επαγγελματίες είναι να κάνουμε προσιτούς στους κωφούς όλους τους χώρους από τους οποίους είναι αποκλεισμένοι. Είναι να κάνουμε το παν ώστε να δημιουργηθούν γέφυρες και ανταλλαγές ανάμεσα στους κωφούς και τούς ακούοντες. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την τροποποίηση των νόμων, των θεσμικών λειτουργιών και των νοοτροπιών. Θα πρέπει, π.χ., να αναγνωριστεί το τεράστιο πλεονέκτημα που αποτελεί για όλους, κωφούς και μη, η διάθεση διερμηνέων νοηματικής/προφορικής γλώσσας ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε όλους τους δημόσιους χώρους, τους οργανισμούς εκπαίδευσης, τα ΜΜΕ, τους χώρους θεραπείας κ.τ.λ. Θα πρέπει να μη φοβίζουν πια οι επαφές των κωφών μεταξύ τους, στην τάξη, στην ψυχαγωγία, στην εργασία, να μην αντιμετωπίζεται σαν κίδυνος ο γάμος μεταξύ κωφών ή η ομαδική φοίτηση των κωφών σε σχολικά παραρτήματα. Θα πρέπει τέλος να αναγνωριστεί πως αυτή η ομαδική διάσταση της κοινωνικής ζωής των κωφών είναι ένα κεφαλαιώδες στοιχείο της ένταξης τους στην κοινωνία των ακουώντων και όχι ένας παράγοντας γκετοποίησης ή κοινοτητοποίησης. Ας μην έχουμε αυταπάτες : η παρουσία των κωφών δεν είναι και ποτέ δε θα είναι μια μη αναστρέψιμη κατάσταση. Έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με την λησμονιά, την άρνηση, την εξομοίωση, την συμβατική σκέψη και γίνεται μια αδιάκοπη διαμάχη ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις. Δεν πρέπει λοιπόν να περιμένουμε να ακούσουν οι κωφοί για να καταστήσουμε προσιτές σ’ αυτούς την ιατρική και χειρουργική περίθαλψη, την ψυχοθεραπεία, τη δικαιοσύνη, το σχολείο, την τηλεοπτική πληροφόρηση, τα μουσεία, τα θέατρα, την άδεια οδηγήσεως, τα αεροπορικά ταξίδια κτλ. Είναι ανάγκη να εργαζόμαστε ακούραστα για μια κοινωνία ανοιχτή σε πολλές «νόρμες» ζωής. όπου ο καθένας έχει τη θέση του, όποια κι αν είναι η ακουολογική του κατάσταση. Οι παντός είδους επαγγελματίες έχουν να παίξουν ένα μεγάλο ρόλο. Και έτσι φτάνουμε πολύ φυσικά στο θέμα των νέων πρακτικών υγείας, που τώρα θα περιγράψω λίγο σχηματικά βεβαίως αλλά ευχόμενος αυτές οι σκέψεις να γίνουν έναυσμα για συζητήσεις στο συνέδριο τούτο.
Εδώ και δύο δεκαετίες, ίσως και περισσότερο ανάλογα με τις χώρες, οι γιατροί και οι ψυχίατροι έχουν ξεκινήσει σε όλο τον κόσμο έναν αγώνα για τη δημιουργία υπηρεσιών υγείας προσαρμοσμένων στις ανάγκες των κωφών. Γιατί; Διότι αυτοί οι γιατροί ήταν πολλοί – και είναι ολοένα περισσότεροι εκεί όπου αυτές οι υπηρεσίες είναι ακόμη ανύπαρκτες – που διαπίστωναν την κακή ποιότητα της περίθαλψης του κωφού πληθυσμού: διαγνωστικά λάθη, γλωσσολογικές και πολιτιστικές παρεξηγήσεις που οδηγούν σε λανθασμένες θεραπείες, ανυπαρξία οποιασδήποτε ψυχοθεραπευτικής αγωγής με συνέπεια την άσκοπη παράταση της νοσηλείας και μερικές φορές την εγκατάλειψη του κωφού ασθενούς σε νοσοκομιακή μονάδα επί είκοσι ή τριάντα χρόνια, άγνοια των δικαιωμάτων του νοσηλευόμενου ασθενούς, απουσία πληροφόρησης και συγκατάθεσης του ασθενούς που περιθάλπεται, έλλειψη σεβασμού της εμπιστευτικότητας, απομόνωση του ασθενούς που δημιουργεί δυσφορία, άγχος, κατάθλιψη και απαξίωση του εαυτού του, απουσία προληπτικής πολιτικής που καταλήγει σε υγειονομικές καταστροφές (το AIDS εκανε θραύση στον πληθυσμό των κωφών και των ατόμων σ’επαφή μ’ αυτούς προτού αρχίσουν οι πρώτες εκστρατείες πραγματικής πληροφόρησης και θεραπείας). Αυτοί οι γιατροί κατέληξαν στα ίδια συμπερασμάτα: πρέπει να δημιουργηθούν υπηρεσίες όπου η υποδοχή των κωφών θα μπορεί να γίνεται όχι σύμφωνα με κανόνες που επιβάλλονται αυθαίρετα, αλλά σύμφωνα με τον τρόπο ζωής που επιλέγουν οι ασθενείς. Κι αυτό συνεπάγεται την ανάγκη να πλησιάσουμε τους κωφούς, να μελετήσουμε τις ανάγκες τους και να μοιραστούμε τις πρακτικές και τις αξίες που αγαπούν. Δεν υπάρχει τίποτε πιό καταστρεπτικό από την έλλειψη διακρίσεων των αναγκών ενός πληθυσμού, όταν λόγου χάριν συγχέονται οι διεκδικήσεις των δίγλωσσων κωφών μ’εκείνες των κωφών ή βαρήκοων που αγωνίζονται για την βελτίωση των ακουστικών μέσων τους.
Συγκεκριμένα, αυτό σήμαινε πως για να βελτιωθεί η υποδοχή των κωφών χρειαζόταν να στραφούν ολόκληρες ιατρικές και κοινωνικές υπηρεσίες προς την πρακτική της νοηματικής γλώσσας : γιατροί, νοσοκόμοι, βοηθοί νοσοκόμοι, ψυχίατροι και κοινωνικοί λειτουργοί ακούοντες αναγκάστηκαν να μάθουν αυτή τη γλώσσα και οι ομάδες προσέλαβαν διερμηνείς νοηματικής γλώσσας. Οργανώθηκαν μαθήματα κατάρτισης όλων όσοι ασχολούνται με τη περίθαλψη των κωφών. Αυτό δεν σημαίνει πως οι κωφοί γίνονται υποχρεωτικά δεκτοί με τη νοηματική γλώσσα ακόμα κι όταν δεν την θέλουν. Πολλοί βαρήκοοι (σε επίπεδο ακουολογικό) επιλέγουν την αποκλειστική μονογλωσσία και αισθάνονται πιο κοντινοί προς την κουλτούρα των ακουόντων. Είναι δικαίωμα τους και προσωπικά αποφεύγω καθε νόημα όταν δέχομαι έναν ασθενή που αγνοεί ή αρνείται τη νοηματική γλώσσα. Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε για να ασκήσουμε το επάγγελμά μας με σεβασμό για τον άρρωστο και δίχως να διαπράττουμε μοιραία σφάλματα. Τώρα λοιπόν προσφέρεται στους ασθενείς η δυνατότητα να εξυπηρετηθούν στη γλώσσα που επιλέγουν. ‘Ετσι έχουν δημιουργηθεί εκατοντάδες κέντρα περίθαλψης σ’ όλο τον κόσμο. Και συνιστώ θερμά να διαβάσετε το εντυπωσιακό κείμενο που συνέταξαν οι Βρετανοί συνάδελφοί μας «Σημεία των καιρών» το οποίο, αν υιοθετηθεί από τις υγειονομικές αρχές της Μεγάλης Βρετανίας, θα γίνει ένα είδος Χάρτη καλών πρακτικών και ένας οδηγός για τις μελλοντικές αναπτύξεις, σε εθνικό επίπεδο, των υπηρεσιών ψυχικής υγείας για τους κωφούς. Το κείμενο αυτό έχει μιαν αναμφισβήτητη αξία για τους επαγγελματίες υγείας και άλλων χωρών ακόμη κι αν εξασκούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Στην Ολλανδία, πέντε τέτοια κέντρα δημιουργήθηκαν καλά κατανεμημένα γεωγραφικώς, που προσφέρουν νοσηλεία σε νοσοκομείο και ιατρικές συνεδρίες σε ιατρεία ή επισκέψεις στο σπίτι. Ο συνάδελφος μου Otto Fritschy θα μπορέσει να σας περιγράψει το τεράστιο έργο της ομάδας του και του ίδιου για τους κωφούς της τρίτης ηλικίας, στο Έντε, στο κέντρο της Ολλανδίας, κοντά στο μέρος όπου οικοδομήθηκε ένα εξίσου υπέροχο γηροκομείο για κωφούς, μοναδικό στον κόσμο και πηγή ευημερίας γι’ αυτούς (τουλάχιστον απ’όσα γνωρίζω). Στη Γαλλία, δημιουργήθηκαν από το 1996 δώδεκα περιφερειακά νοσοκομειακά κέντρα, τα οποία επιχορηγούνται από την κυβέρνηση. Αυτά τα κέντρα λειτουργούν ως τώρα με τρόπο άνισο, όμως συνθέτουν ένα δίκτυο περίθαλψης που συντονίζεται όλο και καλύτερα σ’όλη τη χώρα. Θα μπορούσα να αναφθεν Θείγματα αλλα όλες Ται καλύΤέρω πολλά άλλα παραδείγματα αλλά δεν θέλω να δώσω την εντύπωση ότι αυτές οι εξελίξεις είναι τόσο προηγμένες σε όλες τις χώρες. Δεν είναι όλα ρόδινα: διαπιστώνουμε π.χ. μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις χώρες του βορρά και του νότοις Ττρώπης, με Τux étages avec ve:υ της Ευρώπης, με τις τελευταίες να έχουν πολύ λιγότερα κέντρα περίθαλψης των κωφών.
Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο της ανάπτυξης της προσαρμοσμένης περίθαλψης ήταν η πρόσληψη κωφών επαγγελματιών στις ομάδες. Η λέξη επαγγελματίας καλύπτει πολλές αρμοδιότητες. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν κωφοί, συχνά χωρίς διπλώματα, συμμετέχουν στις καθημερινές εργασίες των ομάδων ως γνώστες της κατάστασης των κωφών, τους λείπει ακόμα η ακαδημαϊκή παιδεία που έχουν οι ακούοντες συνάδελφοί τους. Παντού όπου υπάρχει αυτή η συνεργασία κωφών-ακουόντων, οι ομάδες εισχωρούν ως ίσες προς ίσες στην κουλτούρα και τον τρόπο ζωής των κωφών, εκδηλώνεται μεγαλύτερη αμοιβαιότητα μεταξύ κωφών και ακουόντων νοσηλευτών και η κοινωνική και επαγγελματική αναγνώριση μεταξύ των ομάδων, μέσα στο νοσοκομείο όσο και έξω, είναι απείρως πιο επιτυχής. Πρόκειται για ένα εξαίρετο μέσο για να ξεπεραστούν οι φιλανθρωπικές συμπεριφορές, που ορίζουν τους κωφούς ως άτομα άπορα και βοηθούμενα από καλοπροαίρετους ακούοντες. Κωφοί και ακούοντες επαγγελματίες εργάζονται χέρι – χέρι, συμμερίζονται τις εμπειρίες τους και γνωρίζονται μεταζύ τους καλύτερα, γεφυρώνοντας καθημερινά τις όποιες διαφορές στην μόρφωσή τους. Σκέπτονται μαζί ποιές βελτιώσεις χρειάζονται στην εξάσκηση τους, οργανώνουν συγκεντρώσεις με κωφούς χρήστες για να μάθουν τις απόψεις των έξω, κατασκευάζουν βίντεο-κασέτες για τις καμπάνιες πληροφόρησης σε νοηματική γλώσσα σε θέματα υγείας, με λίγα λόγια η δραστηριότητά τους εκτείνεται σε όλους τους χώρους.
Και αναφέρω εδώ το πρωτοποριακό έργο κωφών επαγγελματιών όπως η Barbara Brauer στις ΗΠΑ., στην οποία αποτίνω φόρο τιμής. Η Barbara διηύθυνε το Κέντρο Ψυχικής Υγείας του Πανεπιστημίου Gallaudet. Όπως γνωρίζετε ήδη, πέθανε πριν από δύο μήνες. Σκέφτομαι επίσης την Sharon Ridgeway, ψυχολόγο στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, η οποία περιθάλπει τους κωφούς θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, την Birgitta Martinell στην Σουηδία, τον Michel Girod στο Παρίσι, υπεύθυνο για το πρόγραμμα « Η υγεία σε γαλλική νοηματική γλώσσα »… και τόσους άλλους που δεν αναφέρω. Υπάρχουν όμως κέντρα που δεν έχουν κανένα κωφό επαγγελματία. Δεν είναι αδιάφορο στην καθημερινή εργασία να πρέπει να εκφράζεσαι από το πρωί ως το βράδυ με τους συναδέλφους σου σε νοηματική γλώσσα, στις συνεδριάσεις ή στα διαλείμματα, όταν χαλαρώνουν ανταλλάσοντας ανέκδοτα. Οι ακούοντες μαθαίνουν έτσι να κατευθύνουν το βλέμμα τους καλύτερα, να σέβονται τους κωφούς όταν παίρνουν τον λόγο, να προσέχουν περισσότερο το πώς έρχονται σε επαφή, τον τρόπο που αγγίζουν τον άλλον, τις διάφορες ποιότητες νοημάτων… Η παρουσία κωφών επαγγελματιών προσδίδει αναμφισβήτητα ένα χαρακτήρα πολύ διαφορετικό στην λειτουργία ενός κέντρου περίθαλψης. Γενικά, πιστεύω πως το να μοιράζονται την ίδια γλώσσα μόνο κατά την διάρκεια μιας επίσκεψης δεν αποτελεί παρά μια ελάχιστη εισαγωγή στον κόσμο των κωφών. Οι γέφυρες αναμεσα σε κωφούς και ακούοντες απαιτούν επαφές πολύ πιο πολυμορφικές, μέσα και έξω από τον επαγγελματικό χώρο…
Η οργάνωση περίθαλψης προσαρμοσμένης στον κωφό πληθυσμό και η συνεργασία κωφών-ακουόντων καθορίζουν τις συνθήκες για την δημιουργία ενός νέου πλαισίου εργασίας. Αυτό το πλαίσιο επιτρέπει κλινικές ανακαλύψεις που, χωρίς αυτό, δεν θα είχαν μπορέσει να γίνουν ποτέ. Οι ακούοντες επαγγελματίες της ψυχικής υγείας καταρτίζονται σύμφωνα με ορισμένα θεωρητικά και πρακτικά πρότυπα που διδάχθηκαν στο πανεπιστήμιο. Κατά την συνάντησή τους μ’ έναν κωφό ασθενή, είναι πολύ φυσικό να χρησιμοποιούν αυτές τις γνώσεις με τον ίδιο τρόπο που θα το έκαναν σε μια επίσκεψη ακούοντος ασθενούς, δίχως να προσπαθούν να τροποποιήσουν κάτι. Βραχυπρόθεσμα. αυτό φαίνεται κατανοητό. Όμως, η ακαταλληλότητα αυτής της μεθόδου γίνεται ολοφάνερη σαφώς όταν αποτιμούμε προσεκτικά και μακροπρόθεσμα την εξέλιξη και τα αποτελέσματα της περίθαλψης. Για παράδειγμα, δεν είναι αρκετή η παρουσία διερμηνέα σε μια συνεδρία ψυχοθεραπείας για σωστή περίθαλψη ενός κωφού ασθενή. Η συνεπής πρακτική απαιτεί όχι μόνο να υπολογιστεί και να αξιολογηθεί η παρουσία του διερμηνέα στην συνεδρία, αλλά επίσης να συγκρίνει τ’ αποτελέσματά της με μια συνεδρία όπου θα ήταν παρόντες ο ακούων θεραπευτής και ο κωφός ασθενής, συνεννοούμενοι σε νοηματική γλώσσα, και ακόμη με μια συνεδρία όπου και οι δύο – ασθενής και θεραπευτής – είναι κωφοί.
Το φραγμα της γλώσσας είναι συνάμα ένα εμπόδιο, πηγή παρερμηνειών, και ευπρόσδεκτη ευκαιρία για διευκρίνιση της σκέψης και έλεγχο της βασιμότητας των ιδεών μας. Τίποτα δεν είναι πιο επωφελές από το να αναγκάζεσαι να μεταδώσεις ένα νόημα όταν ο χειρισμός της γλώσσας είναι αβέβαιος και αδέξιος. Ο φόβος της αμοιβαίας έλλειψης κατανόησης – που όμως είναι ζωογόνος – σημαδεύει όλες τις συνομιλίες μεταξύ κωφών και ακουόντων. Αυτή η αυξημένη επαγρύπνηση, που επιβάλλεται από την ίδια την κατάσταση, είναι ευκαιρία για μια ανανέωση της κλινικής ματιάς. Όλοι οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας έχουν ζήσει στιγμές που νιώθουν τις διαταραχές των κωφών ασθενών ταυτόχρονα ως διαταραχές ανάλογες μ’ εκείνες των ακουόντων ασθενών και ως ιδιάζοντα στοιχεία μιας πρωτότυπης κατάστασης. Αυτές οι ιδιόμορφες καταστάσεις πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Οι ανάγκες του κωφού κόσμου παραμελήθηκσν για πολύ μακρύ χρονικό διάστημα από τους ακούοντες, ώστε δεν πρέπει να αφήσουμε τους κωφούς να βυθιστούν πάλι στο τέλμα της αδιαφορίας. Μια αυθεντική κλινική εργασία δεν ταιριάζει με την πνευματική οκνηρία των κλινικών γιατρών,..
Οι εξελίξεις που σας ανέφερα μας ωθούν στο να ξανασκεφτούμε το σύνολο του μηχανισμού θεωρητικής και πρακτικής περίθαλψης. Σε θεωρητικό επίπεδο, οι επαγγελματίες της κώφωσης πιστεύουν γενικά, και ευτυχώς, πως δεν υπάρχει « ψυχολογία του κωφού». Παραδέχονται πως μια τυπολογία των κωφών δεν έχει λόγο ύπαρξης (οι κωφοί είναι έτσι, είναι αλλιώς…). Δεν είναι λοιπόν έκπληξη να τους βλέπουμε να επανέρχονται στην ιδεολογία της κώφωσης ως αναπηρίας όταν αρκούνται να εισάγουν τα παραδοσιακό μοντέλα σκέψης μέσα στο δημιουργημένο νέο πλαίσιο. Αντί ν’ αντιμετωπίσουν την συνάντηση κωφού-ακούοντα σαν μια γέφυρα ανάμεσα σε δύο ιδιαιτερότητες, θα έχουν την τάση να αυτοεξαιρούνται από την συνάντηση και να αποδίδουν τις ιδιαιτερότητες της επίσκεψης στον κωφό ασθενή μόνο. ‘Εχω ακούσει επαγγελματίες της κώφωσης να λένε πως οι συνεδρίες με κωφά άτομα διαρκούν δύο φορές περισσότερο από εκείνες με ακούοντα άτομα, σαν αυτή η παράμετρος να ήταν χαρακτηριστικό των κωφών. Αυτοί οι επαγγελματίες ήταν βεβαίως ακούοντες. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν να αποδώσουν τον διπλασιασμό του χρόνου της συνεδρίας στην σύγκρουση διαφορετικών τρόπων ζωής και κουλτούρας του ασθενούς και του γιατρού, ούτε να διερωτηθούν τι θα γινόταν αν ένας κωφός επαγγελματίας συναντούσε έναν άρρωστο κωφό. Κι έτσι έπεφταν και παλι στη παγίδα της αντικειμενοποίησης του άλλου.
Η συνεργασία μεταξύ κωφών και ακουόντων επαγγελματιών μέσα στις ομάδες περίθαλψης δεν είναι καθόλου εύκολη. Το ξεκίνημα της γίνεται παντα μέσα από συγκρούσεις που προκαλούν άγχος και ενοχές. Κι αυτό γιατί η δυσκολία να βρεθεί μια κοινή γλώσσα απλώνεται πολύ πιο πέρα από την εκμάθηση της προφορικής και της νοηματικής γλώσσας. Η συνεννόηση, με την πλήρη σημασία της λέξης, προϋποθέτει την κοινή αποδοχή στόχων και αξιών. Προϋποθέτει επίσης μια συμφωνία στην μη-προφορική επικοινωνία, που οι γλωσσολογικές επιδόσεις δεν επιτρέπουν από μόνες τους να πετύχει κανείς. Θα αναφέρω μια μομφή που οι κωφοί απευθύνουν συχνά στους ακούοντες οι οποίοι ξεκινούν την εκμάθηση της νοηματικής γλώσσας : οι ακούοντες κινούν αδέξια τα χέρια τους, χωρίς ανεση, προσδίδοντας έτσι μια κινητική αναστολή. Από έλλειψη συνήθειας ή πολιτιστικής παράδοσης ή ντροπαλότητας, περιορίζουν τις κινήσεις τους. Επίσης τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους μένουν συχνά ανέκφραστα και παγωμένα. Όμως, στην νοηματική γλώσσα. η κινήσεις του προσώπου αποτελούν ουσιώδες γλωσσολογικό στοιχείο, που χωρίς αυτό, κανένα μήνυμα δεν μπορεί να γίνει σωστά κατανοητό από τον κωφό συνομιλητή. Οι κωφοί συχνά, λοιπόν, παροτρύνουν τους ακούοντες να κινήσουν τους μύες του προσώπου τους, να δώσουν νόημα και σιγουριά στις κινήσεις τους και γενικά να απαλλαγούν από τις αναστολές που εμποδίζουν την ικανότητά τους να εκφραστούν. Με άλλα λόγια, οι κωφοί μας καλούν σε μια διαφορετική σωματική ένταξη, σε μια αλλαγή της σχέσης μας με τον κόσμο. Για τον φυχοθεραπευτή, για τον οποίο ο δρόμος προς την ίαση του ασθενούς περνά μέσα από μια θεραπευτική συμβίωση μ’ αυτόν, αυτή η πρόσκληση να ελευθερώσει την δική του νοηματική έκφραση είναι το καλύτερο ατού για να γίνει η απαραίτητη προσέγγιση και να αναπτυχθεί μια καλή ψυχολογική επαφή.
Εμείς οί επαγγελματίες. κωφοί και ακούοντες. πρέπει να μάθουμε να δεχόμαστε τις αβεβαιότητες της ταυτότητάς μας, να αφήνουμε το άγχος να μας κυριεύει όχι για να μας
παραλύσει, αλλά για να μας δείξει χώρους άγνωστους που πρέπει να ανακαλύψουμε. Από ενοχλητικό εμπόδιο η «κωφοφοβία» ή γενικότερα ο φόβος του άγνωστου μπορεί να μετατραπεί σε ένα ισχυρό μέσο για να μην ναυαγήσει η επικοινωνία. Η συνεργασία κωφών – ακουόντων είναι, λοιπόν, από αυτή την αποψη, μια ευκαιρία να πλησιάσουμε τον άλλον, αυτόν τον ξένο που δεν παύει να είναι ανθρωπος και που, τελικά, μερικές φορές και στις ευτυχέστερες περιπτώσεις, ανακαλύπτουμε μέσα μας.
Όμως οι αντιθέσεις στις κουλτούρες δεν είναι το προνόμιο μόνο των συναλλαγών μεταξύ κωφών – ακουόντων. Τις βρίσκουμε ακόμα και στις διεθνείς συναντήσεις. Δεν είναι παντοτε εύκολο να συνεννοηθούν μια χώρα με την άλλη, μια γλώσσα με την άλλη, μια κουλτούρα με την άλλη. Η ανάγκη να διαλύσουμε τις παρανοήσεις, μας υποχρεώνει να βρισκόμαστε σε συνεχή επαγρύπνηση όταν συναλλασσόμαστε διεθνώς. Αυτές οι συναλλαγές πολλαπλασιάζονται καταπληκτικά και ο ρυθμός δεν φαίνεται να κάμπτεται. Από την δημιουργία της το 1986, η Ε.Ε.Ψ.Υ.Κ. οργανώνει συνέδρια κάθε τρία χρόνια σε μια διαφορετική πόλη του κόσμου κάθε φορά. Από το 1998 έγιναν παγκόσμια συνέδρια στην Ουάσιγκτον και το 2000 στην Κοπεγχάγη. Το επόμενο παγκόσμιο συνέδριο θα γίνει τον Οκτώβριο του 2005 στην Νότιο Αφρική. Έχουν ήδη οργανωθεί στο Μπουένος Άϊρες συνέδρια που προγραμματίζουν να θέσουν τις βάσεις μιας λατινο- αμερικανικής εταιρείας ψυχικής υγείας και κώφωσης. Σ’αυτά τα διεθνή συνέδρια πρέπει να προστεθούν συναντήσεις, πιο απλές αλλά πιο συχνές, ομάδων ειδικού ενδιαφέροντος της Ε.Ε.Ψ.Υ.Κ., όπου οι γιατροί ενημερώνονται μεταξύ τους για τις διάφορες πρακτικές. Και δεν μετρώ πια τις εθνικές εταιρείες, όπως την βρετανική ή την ισπανική εταιρεία Ψυχικής Υγείας και Κώφωσης. οι οποίες οργανώνουν γενικές συνελεύσεις κάθε χρόνο και προτείνουν τακτικά συνέδρια. Τέλος πρέπει να αναφέρω το εξαίρετο έργο του Ιταλού συναδέλφου Έττορε Γκουάια, ο οποίος έβαλε μπρος ένα φόρουμ συναλλαγών μεταξύ επαγγελματιών της κώφωσης και της ψυχικής υγείας στο διαδύκτιο, το διεθνές ευρετήριο των διευθύνσεων των επαγγελματιών, που τελειοποίησαν οι συνάδελφοί μας του Πανεπιστημίου Gallaudet, τους δεσμούς που εξυφάνθηκαν με την Παγκόσμια Ομοσπονδία Κωφών… Σας παρακαλώ να μην με κατακρίνετε που δεν αναφέρω τους πάντες, θα ήταν ακατόρθωτο. ‘Ηθελα μόνο να υπογραμμίσω τον ταχύ ρυθμό και την ένταση που πρόσφατα παρατηρείται παγκοσμίως στις συναλλαγές ο’ αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο χώρο της ψυχικής υγείας και της κώφωσης.
Όπως βλέπετε, τό έργο είναι τεράστιο. Είμαστε πεπεισμένοι πως η κοινωνική ένταξη και η ευημερία των κωφών μας αφορά όλους. Είναι αδύνατον να περιορίσουμε αυτούς τους στόχους μόνο στις επαγγελματικές παραμέτρους. Όταν πρόκειται για την ψυχική υγεία, ολόκληρη η ζωή κάθεται στο σκαμνί. Γι’ αυτό τον λόγο η ευημερία όλων, κωφών και ακουόντων, περνάει μέσα από την αμοιβαία αναγνώριση της ύπαρξης σε όλες τις μορφές. Νομίζω πως ήμουν αρκετά σαφής ως προς την σημασία των διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στις κουλτούρες και την ανάγκη να κατασκευαστούν κι άλλες.
Κυρίες και κύριοι. στο ξεκίνημα της πρώτης αυτής καναδικής συνδιάσκεψης στην οποία εύχομαι κάθε επιτυχία, σας βεβαιώνω για την υποστήριξη σύσσωμης της Ε.Ε.Ψ.Υ.Κ. και είμαι ευτυχής που οι ευρωπαίοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας ενώνουν τις δυνάμεις τους με εκείνες των Καναδών, κωφών και ακουόντων, για να οικοδομήσουν ένα καλύτερο μέλλον.